Ο Γιάννης Μόραλης του Κωνσταντίνου γεννήθηκε στην Άρτα το 1916 και ήταν ένας διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος της λεγόμενης «γενιάς του '30».
Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να σπουδάσει κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική. Το 1936 αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε για την Ρώμη. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε, παρακολούθησε μαθήματα φρέσκο, στην École Nationale des Beaux Arts, στα εργαστήρια ζωγραφικής και τοιχογραφίας. Παράλληλα εγγράφηκε στην École des Arts et Metiers, για τη σπουδή του ψηφιδωτού. Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Το 1949 μαζί με αρκετούς ακόμα έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», ενώ συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της στο Ζάππειο, το 1950. Από το 1954, ξεκίνησε η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με το Εθνικό Θέατρο.
Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, στην Μπιενάλε της Βενετίας στα πλαίσια της οποίας προτάθηκε για ένα μικρό διεθνές βραβείο. Το 1959, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός».
Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει επιπλέον εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος. Στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται οι διακοσμήσεις της ΒΔ και της ΝΑ πλευράς του Ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας, και οι συνθέσεις του στον σταθμό Πανεπιστημίου του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της Αθήνας.
Ο Μόραλης τιμήθηκε πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στην Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Αποχώρησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1983, και το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, για να σπουδάσει κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική. Το 1936 αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, έφυγε για την Ρώμη. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε, παρακολούθησε μαθήματα φρέσκο, στην École Nationale des Beaux Arts, στα εργαστήρια ζωγραφικής και τοιχογραφίας. Παράλληλα εγγράφηκε στην École des Arts et Metiers, για τη σπουδή του ψηφιδωτού. Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Το 1949 μαζί με αρκετούς ακόμα έλληνες ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και ο Νίκος Εγγονόπουλος, συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», ενώ συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της στο Ζάππειο, το 1950. Από το 1954, ξεκίνησε η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με το Εθνικό Θέατρο.
Το 1957 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής του Εργαστηρίου Ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον γλύπτη Αντώνη Σώχο, στην Μπιενάλε της Βενετίας στα πλαίσια της οποίας προτάθηκε για ένα μικρό διεθνές βραβείο. Το 1959, πραγματοποιήθηκε η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα εκθέσεων «Αρμός».
Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει επιπλέον εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος. Στα πιο γνωστά του έργα συγκαταλέγονται οι διακοσμήσεις της ΒΔ και της ΝΑ πλευράς του Ξενοδοχείου Χίλτον της Αθήνας, και οι συνθέσεις του στον σταθμό Πανεπιστημίου του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της Αθήνας.
Ο Μόραλης τιμήθηκε πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1965, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τού απένειμε τον Ταξιάρχη του Φοίνικος. Το 1973 έλαβε Χρυσό Μετάλλιο στην Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Το 1979 του απονεμήθηκε το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών. Αποχώρησε από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1983, και το 1988, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
O Γιάννης Μόραλης δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις, αν και έχει τη φήμη εξαίρετου συζητητή και γοητευτικού αφηγητή. Η απόσταση που τηρούσε όμως από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας δεν εμπόδιζε τους φίλους του να θυμούνται τις σκέψεις και τις απόψεις του και κάπου - κάπου να «κλέβουν» τα ίδια του τα λόγια. Έτσι έκανα και εγώ προ ημερών καθώς ταξιδεύαμε με το «ιπτάμενο δελφίνι» για την Αίγινα και ελπίζω να με συγχωρέσει...
Το ταξίδι αυτό αποτελεί μέρος καθιερωμένης ιεροτελεστίας: της ιεροτελεστίας μεταφοράς των έργων του από το εργαστήριό του της Αίγινας στην Αθήνα.
Ασχολείσαι σχολαστικά, παρατήρησα, με τις πιο μικρές λεπτομέρειες της έκθεσης. Η προβολή της όμως δεν σ' ενδιαφέρει καθόλου. Ακόμη και για την ίδια τη δουλειά σου αρνείσαι να μιλήσεις. Γιατί;
«Δεν έχει γιατί. Είναι απλό. Ο καλλιτέχνης μιλάει με το έργο του. Τα λόγια σ' αυτή την περίπτωση είναι περιττά. Σάλτσες στην τέχνη δεν μπαίνουν. Και σου θυμίζω αυτό που έχει γράψει ο Σεφέρης:
"Η ερμηνεία κάθε έργου είναι ερμηνεία του εαυτού μας, όχι εκείνου που το δημιούργησε, αλλά εκείνου που το διαβάζει, το βλέπει ή το ακούει"
Το ταξίδι αυτό αποτελεί μέρος καθιερωμένης ιεροτελεστίας: της ιεροτελεστίας μεταφοράς των έργων του από το εργαστήριό του της Αίγινας στην Αθήνα.
Ασχολείσαι σχολαστικά, παρατήρησα, με τις πιο μικρές λεπτομέρειες της έκθεσης. Η προβολή της όμως δεν σ' ενδιαφέρει καθόλου. Ακόμη και για την ίδια τη δουλειά σου αρνείσαι να μιλήσεις. Γιατί;
«Δεν έχει γιατί. Είναι απλό. Ο καλλιτέχνης μιλάει με το έργο του. Τα λόγια σ' αυτή την περίπτωση είναι περιττά. Σάλτσες στην τέχνη δεν μπαίνουν. Και σου θυμίζω αυτό που έχει γράψει ο Σεφέρης:
"Η ερμηνεία κάθε έργου είναι ερμηνεία του εαυτού μας, όχι εκείνου που το δημιούργησε, αλλά εκείνου που το διαβάζει, το βλέπει ή το ακούει"
(Εκδοση Εμπορικής Τράπεζας "Ι. Μόραλης", Αθήνα 1988, σελ. 451)».
Μήπως το κάνεις από σεμνότητα;
«Κάθε άνθρωπος βλέπει μέσα σ' ένα έργο άλλα πράγματα. Οταν λοιπόν του τα επεξηγείς εκ των προτέρων, περιορίζεις το ίδιο το έργο και τη λειτουργία του».
Λένε μερικοί ότι είσαι απρόσιτος, ακόμη και σνομπ.
«Θα έπρεπε να αφήνω τη δουλειά μου και να δίνω συνεντεύξεις ή να βρίσκομαι συνέχεια στις τηλεοράσεις για να μην είμαι σνομπ;».
Γενικά θεωρείσαι δύσκολος. Δεν δέχεσαι προσκλήσεις, δεν δέχεσαι στο σπίτι σου, στο ατελιέ σου, δεν δείχνεις τη δουλειά σου.
«Είναι κουραστικό και χρονοβόρο για έναν καλλιτέχνη να κάνει δημόσιες σχέσεις και να δείχνει ο ίδιος τη δουλειά του. Το βρίσκω γελοίο».
Αλλάζω κουβέντα. Τον ρωτάω να μου πει για τη Σχολή. Μια ζωή εκεί μέσα, από το 1931, ως μαθητής, και μετά από το 1947 τριάντα πέντε χρόνια δάσκαλος.
«Ο Γιάννης Κεφαλληνός, ο δάσκαλός μου και φίλος, στον οποίο οφείλω πάρα πολλά, ήταν εκείνος που με πίεσε να υποβάλω υποψηφιότητα για καθηγητής. Ως δάσκαλος με τη σειρά μου προσπάθησα να διδάξω στους μαθητές μου τα βασικά· εκείνα που θα τους επέτρεπαν μετά να πετάξουν με τα δικά τους φτερά, με τα δικά τους εφόδια. Κάτι που πάντα τους έλεγα είναι πως τελειώνοντας τη Σχολή θα πρέπει να έχουν μάθει να διαβάζουν μόνοι τους το έργο τους. Πολύ βασικό αυτό... Ποτέ δεν επεδίωξα να τους επιβάλω τον δικό μου τρόπο δουλειάς. Μάλιστα, θυμάμαι το 1972, εκθέτοντας στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, τελειώνοντας το μάθημα την ημέρα των εγκαινίων, τους είπα ότι τα έργα μου που θα δουν στην έκθεση είναι προσωπικές προτάσεις και όχι υποδείγματα προς μίμηση».
Τολμάω όμως να πω ότι κάποιοι μαθητές σου σού καταλογίζουν ότι όταν πήγαν έξω είδαν τα πράγματα αλλιώς...
«Ευτυχώς!».
Το δελφίνι με την κουβέντα φθάνει πια στην Αίγινα. Το σπίτι του Γιάννη Μόραλη φαίνεται κιόλας, προτού μπεις στο λιμάνι, αριστερά από το σπίτι του φίλου του Νίκου Νικολάου. Με τα χρόνια έχει γίνει πια μέρος του τοπίου, λιτό, αυστηρό, μέσα στο «Αιγινήτικο φως». Είναι έργο του φίλου του Αρη Κωνσταντινίδη.
Αλήθεια πώς αποφάσισες να έρθεις στην Αίγινα;
«Με τον Νίκο (Νικολάου) ήμασταν φίλοι από τη Σχολή· μάλιστα όταν δώσαμε αίτηση τότε για υποτροφία στη Ρώμη, είχαμε συμφωνήσει ότι αν την πάρει ένας από τους δύο, θα τη μοιραστεί με τον άλλον. Την πήρα εγώ και κράτησα τη συμφωνία. Μετά συνεχίσαμε μαζί και στο Παρίσι.
Στην Αίγινα είχε πάει πρώτα ο άλλος φίλος μου, ο γλύπτης Καπράλος, μετά ο Νίκος έχτισε το σπίτι του για να μένει χειμώνα - καλοκαίρι, κι εγώ από τα χρήματα που πήρα από την έκθεσή μου το 1972 αγόρασα το παραδιπλανό οικόπεδο. Ο Νίκος επέμενε. Εκείνος το διαπραγματεύθηκε.
Τα βράδια μαζευόμαστε στου Νικολάου, ο Καπράλος, ο Σπανούδης, ο Ελύτης και άλλοι φίλοι. Καθόμασταν από νωρίς στο μεγάλο πεζούλι έξω από το σπίτι και βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα. Η Αίγινα έχει εκπληκτικό φως. Τότε θυμάμαι πίναμε πολύ. Γίνονταν συζητήσεις, καβγάδες, γέλια ως το πρωί...».
Ενώ έλεγε αυτά θυμήθηκα τα λόγια ενός άλλου μεγάλου φίλου του Γιάννη Μόραλη, του Οδυσσέα Ελύτη, που προλόγισε τον κατάλογο της έκθεσης στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη το 1972:
«Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας, τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του Μόραλη να αναδύονται κάποτε με μιαν υγρασία θαλασσινή, σαν μεγεθυσμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους ή σμικρυμένες νωπογραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα»
Δεν μου αρέσει να πουλάω τα έργα μου. Ούτε τώρα ούτε παλιότερα. Ξεκίνησα να το κάνω μόνον από ανάγκη». Η σχέση του Γιάννη Μόραλη με την εμπορική πλευρά της τέχνης του υπαγορεύεται από αυτήν ακριβώς την άποψη. Ο ίδιος αρνείται κάθε συζήτηση περί τιμών των έργων του, όπως αρνείται να μπει στο παιχνίδι τού ποιος πουλάει πόσο. Ο ζωγράφος, νούμερο ένα στη λίστα του «Βήματος», σεβόμενος και υποστηρίζοντας απόλυτα τον θεσμό των γκαλερί αφήνει σε αυτές να καθορίζουν τις τιμές των έργων του. Και όταν του φαίνονται «πολύ ακριβές» προσπαθεί να τις κατεβάσει...
Ετσι ακριβώς έκανε και το 1956 όταν πρωτοπούλησε έργα του. «Είχα οικονομική ανάγκη», θυμάται, «όταν η φίλη Νίκη Καραγάτση με έπεισε ότι η μόνη λύση ήταν να πουλήσω έργα μου. Ηταν εκείνη που μου έφερε μια γνωστή της, με μεγάλη περιουσία, για να αγοράσει πίνακες. Οταν η κυρία μου ζήτησε να της πω πόσο κάνουν τα έργα μου, εγώ πολύ ντροπαλά είπα ένα ποσό. Και τότε η Καραγάτση με νοήματα μου έγνεφε να αυξήσω το ποσό. Την άκουσα και πράγματι τα πούλησα πολύ υψηλότερα από ό,τι περίμενα». Και σήμερα πάντως εξακολουθεί να μη νιώθει καλά με τις τιμές. Ενδεικτικό είναι άλλωστε το γεγονός ότι πρόσφατα χάρισε στην Εθνική Πινακοθήκη 28 έργα και 80 σχέδιά του. «Εκεί είναι η θέση τους» λέει, απαντώντας έτσι στους φίλους του που απογοητεύθηκαν όταν έμαθαν ότι αντί να τους πουλήσει τούς χάρισε. «Ακόμη και στην αποθήκη της Πινακοθήκης είναι καλύτερα» προσθέτει.
«Σε όλη του την πορεία υπήρξε ένας πρίγκιπας» λέει για τον Γιάννη Μόραλη η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα. «Με υψηλό ήθος, και στη ζωή του και στη συμπεριφορά του και στην τέχνη του, νομίζω ότι αποτελεί μια μοναδική περίπτωση. Δεν παρασύρθηκε ποτέ από συρμούς. Η ίδια η φύση του τον οδηγούσε πάντα και η φύση του αυτή ήταν και είναι κλασική. Ακόμη και στις αφηρημένες του συνθέσεις ο Μόραλης παραμένει κλασικός, έτσι όπως ορίζεται το κλασικό από την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης». Και τονίζει: «Ο Μόραλης χάραξε μια πορεία ανεξάρτητα από την επιρροή της αγοράς και το γούστο της πελατείας του».
Σε μιαν εποχή όπου τα πορτρέτα του Γιάννη Μόραλη χρυσοπληρώνονταν, ο ίδιος με το χιούμορ που τον διακρίνει τύπωσε κάρτες με ιδιόχειρα γραμμένη τη φράση «Δεν φιλοτεχνώ πλέον προσωπογραφίες», προς απογοήτευση της πελατείας του. «Αυτό το έκανα κυρίως», εξηγεί, «γιατί από ένα σημείο τα πορτρέτα που ήθελα να κάνω δεν ήταν αυτά που περίμενε ο κόσμος. Ηταν πιο αφαιρετικά. Προτίμησα λοιπόν να σταματήσω». Πέραν των προσωπογραφιών ο Μόραλης αρνιόταν πάντα τις «παραγγελίες», επιλέγοντας τον απόλυτα προσωπικό δρόμο έκφρασης. Και αυτός ο δρόμος βρήκε την ανταπόκριση από το κοινό. Δεν ήρθε εκείνος στα γούστα του· έφερε το κοινό στα δικά του.
«Πολύ φοβάμαι πως το όνομα του Γιάννη Μοραλη στους "εμπορικούς" είναι και άσχετο και άτονο» λέει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη, ιδιοκτήτρια των ομώνυμων γκαλερί, όπου και εκθέτει ο ζωγράφος. «Υπάρχει νομίζω μια σύγχυση στην έννοια "εμπορικό" και "ακριβό". Το "εμπορικό" μπορεί να είναι "ακριβό", το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με το "ακριβό" με την έννοια του ανεκτίμητου. Και είναι σίγουρο πως το έργο του Μόραλη ανήκει σε αυτήν την τελευταία κατηγορία». Σύμφωνα με την Π. Ζουμπουλάκη αλλά και με όλους όσοι γνωρίζουν τον καλλιτέχνη, ο Μόραλης δεν έχει πελατειακή σχέση με το έργο του. «Την ώρα που ζωγραφίζει δεν του περνάει καν από το μυαλό ο "μελλοντικός αγοραστής"». Η ίδια σημειώνει ότι ουδέποτε ο Μόραλης συμμετέχει στη σύνταξη του καταλόγου των τιμών των έργων του πριν από κάθε έκθεση. «Δεν με ενδιαφέρει», είναι η δική του απάντηση.
«Είναι χαρακτηριστικό» λέει ο καθηγητής Αγγελος Δεληβορριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, «ότι ο Μόραλης όπως ελάχιστοι ακόμη καλλιτέχνες δεν έχουν την οικονομική έγνοια. Και όλοι τους ανήκουν στην ίδια γενιά. Είναι "άλλη φυλή"». Και αυτό το «άλλη φυλή» παραπέμπει σε μιαν από αυτές τις ιστορίες που έχουν μείνει πια σαν ανέκδοτα, τις οποίες και διηγείται ο Μόραλης για δύο τυχαίους επισκέπτες μιας έκθεσης του Εγγονόπουλου, οι οποίοι μην μπορώντας να αντιληφθούν τις μορφές του Εγγονόπουλου είπαν ο ένας στον άλλον: «Είναι άλλη φυλή».
«Όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενα» επανέρχεται η Π. Ζουμπουλάκη, «σε μιαν εποχή όπου πολλά "ταλέντα" βγαίνουν στην αγορά σαν καταναλωτικά προϊόντα, εκείνος, απόμακρος - άσχετος με όσα συμβαίνουν στους κοσμικούς κύκλους, στα ατελιέ και στο παραεμπόριο, ζει στον δικό του κόσμο. Το εργαστήριό του είναι απρόσιτο στους τρίτους και η εμπορικότητα δεν συμπεριλαμβάνεται στους προβληματισμούς του».
Μετά την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πηγαίνει στη Ρώμη και στη συνέχεια στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο πόλεμος τον αναγκάζει να επιστρέψει. Έκτοτε δεν ξανάφυγε για το εξωτερικό, πέραν της συμμετοχής του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1958, μαζί με τον Τσαρούχη και τον Σώχο. Η αποδοχή και η καθιέρωσή του δεν άργησαν να έρθουν. Η Ευρώπη δεν λειτούργησε ποτέ ως δέλεαρ. «Ο Μόραλης», λέει για το θέμα η διευθύντρια της Πινακοθήκης, «διαισθανόταν τη ματαιότητα της προσπάθειας να βγει προς τα έξω γιατί είναι σοφός. Και ένας αληθινά σοφός καλλιτέχνης θέλει να ξέρει σε ποιον απευθύνεται. Η πραγματικά μεγάλη τέχνη ριζώνει κάπου. Για να γίνεις διεθνής πρέπει πρώτα να είσαι εθνικός. Γι' αυτό και τον ικανοποιούσε η αποδοχή που είχε μέσα στο ελληνικό πλαίσιο».
Καλλιτέχνης που αγαπάει την τάξη και την αφανή γεωμετρία ο Μόραλης είναι ανθρωποκεντρικός σε όλη την πορεία του έργου του· τα τοπία κατέχουν μια ελάχιστη θέση στην εργογραφία του. Ερωτικός ζωγράφος, με κάθε έργο του επιχειρεί έναν διάλογο ανάμεσα στα δύο φύλα. «Οσο και αν αυτό δεν είναι ευδιάκριτο εκ πρώτης όψεως, το έργο του Μόραλη», λέει ο Α. Δεληβορριάς, «καταγράφει την ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου και μάλιστα με μιαν ιδιαίτερη αισθαντικότητα αλλά και οξύνοια. Ο Μόραλης και αισθάνεται και σκέφτεται πολύ». Για την Μ. Λαμπράκη - Πλάκα το έργο του «χαρακτηρίζεται από μια σοβαρότητα· είναι υπερχρονικό και οι συνθέσεις του έχουν μια στοχαστικότητα και μιαν υπόγεια μελαγχολία. Οι μορφές του χαίρονται τη ζωή αλλά βλέπουν και μακριά».
Γενναιόδωρη, χορταστική, χυμώδης, με φρεσκάδα που ευφραίνει τις αγωνίες της ψυχής και με ευαισθησία που κινητοποιεί τους μηχανισμούς της συναισθηματικής αφύπνισης. Ετσι χαρακτηρίζει ο Αγγελος Δεληβορριάς τη ζωγραφική του Μόραλη για την οποία τονίζει ότι «δεν χρειάζεται τις ευλογίες της κριτικής» ενώ αναφέρεται και στην «ελληνικότητα των μεταμορφώσεων της ζωγραφικής του».
Και αν κάποιος προσπαθήσει να ξεχωρίσει το πριν από το τώρα στο έργο του σε τι συμπέρασμα θα κατέληγε; «Κάθε καλλιτέχνης δεν κρίνεται με έργα αλλά με τη συνολική του παρουσία» απαντά η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα. «Και η παρουσία του Μόραλη έχει μια μοναδική συνέπεια. Κάθε έργο του συμπληρώνει την πορεία του. Για μένα όλα του τα έργα είναι ισάξια. Ο Μόραλης έχει μια συνέπεια προς το μορφικό του πεπρωμένο. Για μένα είναι ένας ζωγράφος που έχει παραμείνει αταλάντευτα προσηλωμένος στο προσωπικό του όραμα για την τέχνη. Και πρέπει να πω ότι κάθε φορά που ξένοι βλέπουν έργα του μένουν άναυδοι».
Για τον ίδιο δεν τίθεται διόλου το ερώτημα. Η πορεία του είναι αυτή που καταγράφεται από τα έργα του, γιατί έτσι του υπαγόρευσε η ψυχή και το ταλέντο του. Αλλωστε ανήκει σε εκείνους που υποστηρίζουν ότι «δεν μπαίνουν σάλτσες στην τέχνη». Και όσο ανοιχτός είναι στη κουβέντα και στην καλή παρέα τόσο κλειστός παραμένει στις συνεντεύξεις (τις οποίες αρνείται να δώσει) και στις φλυαρίες. Ενώ κλειστή παραμένει και η πόρτα που οδηγεί στο εργαστήριό του στην Αίγινα. Εκεί ελάχιστοι έχουν το δικαίωμα εισόδου.
Τον περασμένο Μάρτιο ο Γιάννης Μόραλης εξέθεσε την τελευταία του δουλειά στην γκαλερί Ζουμπουλάκη της πλατείας Κολωνακίου. Ολα τα έργα του πουλήθηκαν, τα περισσότερα μεγάλων διαστάσεων. Οι τιμές τους κυμάνθηκαν από τέσσερα ως οκτώ εκατομμύρια δραχμές. «Ετσι πουλιούνται σε κάθε έκθεση» λέει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Είναι δε ο μόνος καλλιτέχνης», επισημαίνει, «στον οποίον η γκαλερί προτείνει τιμές και εκείνος προσπαθεί να τις... προσγειώσει». Το αγοραστικό του κοινό αποτελείται κυρίως από συλλέκτες, ιδιώτες ή μεγάλες δημόσιες συλλογές. Οι θαυμαστές του όμως είναι κάθε ηλικίας. Οχι ιδιαίτερα παραγωγικός ο Γιάννης Μόραλης δεν ανήκει στους ζωγράφους έργα των οποίων συναντά κανείς συχνά σε δημοπρασίες. Και αν όλα τα τελευταία του έργα αγοράζονται, πολλοί είναι εκείνοι που αναζητούν έναν πίνακα της πρώτης παραστατικής του περιόδου. Σπανίως όμως βγαίνουν στην αγορά παλιά του έργα, των οποίων οι τιμές θεωρούνται υψηλότερες από αυτές των πρόσφατων δημιουργιών του, έστω και αν οι διαστάσεις τους είναι μικρότερες.
Ένας σπουδαίος Έλληνας του 20ου αιώνα. Ο Γιάννης Μόραλης, ο ζωγράφος που μας έμαθε να βλέπουμε. Ο «προσκυνητή» της ζωγραφικής.
Τα τελευταία καλοκαίρια ο γιατρός, εκτός από ορισμένες μικρές απολαύσεις όπως το απογευματινό ουίσκι, του είχε απαγορεύσει να ζωγραφίζει, γεγονός που τον πίκραινε πολύ. Προσπαθώντας να ξεπεράσει τη στενοχώρια του για την αποχή από τον καμβά, κάθε φορά που πήγαινε για εξετάσεις στον παθολόγο του, έλεγε γελώντας: «Πάω στον Αλμούνια μου. Ποιος ξέρει τι περιορισμούς θα μου βάλει τώρα...». Πέθανε την Κυριακή στο σπίτι του σε ηλικία 93 ετών και η Μαργαρίτα Πουρνάρα διαλέγει να τον αποχαιρετήσει με τον αγαπημένο του στίχο του Σεφέρη:
Μήπως το κάνεις από σεμνότητα;
«Κάθε άνθρωπος βλέπει μέσα σ' ένα έργο άλλα πράγματα. Οταν λοιπόν του τα επεξηγείς εκ των προτέρων, περιορίζεις το ίδιο το έργο και τη λειτουργία του».
Λένε μερικοί ότι είσαι απρόσιτος, ακόμη και σνομπ.
«Θα έπρεπε να αφήνω τη δουλειά μου και να δίνω συνεντεύξεις ή να βρίσκομαι συνέχεια στις τηλεοράσεις για να μην είμαι σνομπ;».
Γενικά θεωρείσαι δύσκολος. Δεν δέχεσαι προσκλήσεις, δεν δέχεσαι στο σπίτι σου, στο ατελιέ σου, δεν δείχνεις τη δουλειά σου.
«Είναι κουραστικό και χρονοβόρο για έναν καλλιτέχνη να κάνει δημόσιες σχέσεις και να δείχνει ο ίδιος τη δουλειά του. Το βρίσκω γελοίο».
Αλλάζω κουβέντα. Τον ρωτάω να μου πει για τη Σχολή. Μια ζωή εκεί μέσα, από το 1931, ως μαθητής, και μετά από το 1947 τριάντα πέντε χρόνια δάσκαλος.
«Ο Γιάννης Κεφαλληνός, ο δάσκαλός μου και φίλος, στον οποίο οφείλω πάρα πολλά, ήταν εκείνος που με πίεσε να υποβάλω υποψηφιότητα για καθηγητής. Ως δάσκαλος με τη σειρά μου προσπάθησα να διδάξω στους μαθητές μου τα βασικά· εκείνα που θα τους επέτρεπαν μετά να πετάξουν με τα δικά τους φτερά, με τα δικά τους εφόδια. Κάτι που πάντα τους έλεγα είναι πως τελειώνοντας τη Σχολή θα πρέπει να έχουν μάθει να διαβάζουν μόνοι τους το έργο τους. Πολύ βασικό αυτό... Ποτέ δεν επεδίωξα να τους επιβάλω τον δικό μου τρόπο δουλειάς. Μάλιστα, θυμάμαι το 1972, εκθέτοντας στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, τελειώνοντας το μάθημα την ημέρα των εγκαινίων, τους είπα ότι τα έργα μου που θα δουν στην έκθεση είναι προσωπικές προτάσεις και όχι υποδείγματα προς μίμηση».
Τολμάω όμως να πω ότι κάποιοι μαθητές σου σού καταλογίζουν ότι όταν πήγαν έξω είδαν τα πράγματα αλλιώς...
«Ευτυχώς!».
Το δελφίνι με την κουβέντα φθάνει πια στην Αίγινα. Το σπίτι του Γιάννη Μόραλη φαίνεται κιόλας, προτού μπεις στο λιμάνι, αριστερά από το σπίτι του φίλου του Νίκου Νικολάου. Με τα χρόνια έχει γίνει πια μέρος του τοπίου, λιτό, αυστηρό, μέσα στο «Αιγινήτικο φως». Είναι έργο του φίλου του Αρη Κωνσταντινίδη.
Αλήθεια πώς αποφάσισες να έρθεις στην Αίγινα;
«Με τον Νίκο (Νικολάου) ήμασταν φίλοι από τη Σχολή· μάλιστα όταν δώσαμε αίτηση τότε για υποτροφία στη Ρώμη, είχαμε συμφωνήσει ότι αν την πάρει ένας από τους δύο, θα τη μοιραστεί με τον άλλον. Την πήρα εγώ και κράτησα τη συμφωνία. Μετά συνεχίσαμε μαζί και στο Παρίσι.
Στην Αίγινα είχε πάει πρώτα ο άλλος φίλος μου, ο γλύπτης Καπράλος, μετά ο Νίκος έχτισε το σπίτι του για να μένει χειμώνα - καλοκαίρι, κι εγώ από τα χρήματα που πήρα από την έκθεσή μου το 1972 αγόρασα το παραδιπλανό οικόπεδο. Ο Νίκος επέμενε. Εκείνος το διαπραγματεύθηκε.
Τα βράδια μαζευόμαστε στου Νικολάου, ο Καπράλος, ο Σπανούδης, ο Ελύτης και άλλοι φίλοι. Καθόμασταν από νωρίς στο μεγάλο πεζούλι έξω από το σπίτι και βλέπαμε το ηλιοβασίλεμα. Η Αίγινα έχει εκπληκτικό φως. Τότε θυμάμαι πίναμε πολύ. Γίνονταν συζητήσεις, καβγάδες, γέλια ως το πρωί...».
Ενώ έλεγε αυτά θυμήθηκα τα λόγια ενός άλλου μεγάλου φίλου του Γιάννη Μόραλη, του Οδυσσέα Ελύτη, που προλόγισε τον κατάλογο της έκθεσης στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη το 1972:
«Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας, τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του Μόραλη να αναδύονται κάποτε με μιαν υγρασία θαλασσινή, σαν μεγεθυσμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους ή σμικρυμένες νωπογραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα»
(Εκδοση Εμπορικής Τράπεζας «Ι. Μόραλης», Αθήνα 1988, σελ. 181).
Το πλοίο έχει φθάσει στο λιμάνι. Μας περιμένει το φορτηγό του Μπεργελέ που έφθασε νωρίτερα με το φέρι μπόουτ.
Ο Μόραλης είναι ο άνθρωπος της συνήθειας και των προκαθορισμένων χρόνων. Ή μάλλον του τελετουργικού τυπικού. Η έκθεσή του δεν αρχίζει την ημέρα των εγκαινίων αλλά την ημέρα όπου τα έργα φεύγουν από το ατελιέ του. Είναι η ημέρα όπου τα αποχωρίζεται εκείνος και τα παραδίδει στο κοινό.
Πηγαίνουμε όλοι προς το σπίτι, ο κήπος είναι γεμάτος δέντρα, ροδιές, ελιές, λεμονιές, μια μεγάλη συκιά, δενδρολίβανα, φιστικιές. Από τα παράθυρα φαίνεται η θάλασσα και το φως μπαίνει από παντού.
Το ατελιέ είναι πεντακάθαρο, όλα τακτοποιημένα, πουθενά μπογιές, πουθενά η παραμικρή ακαταστασία, τα τελάρα, τα πινέλα, τα χαρτιά, τα χρώματα, όλα σχολαστικά στη θέση τους.
Ερχεται κάποιος και σ' τα φροντίζει;
Μου απαντάει σχεδόν αναστατωμένος:
«Τρελάθηκες; Κανείς δεν μπαίνει στο εργαστήριο. Τα κάνω όλα μόνος μου. Αν δεν είναι έτσι τακτοποιημένα, δεν μπορώ να δουλέψω. Μ' αρέσει να γυρίζω και να τα βρίσκω ακριβώς όπως τα άφησα».
Τα έργα είναι όλα γυρισμένα στον τοίχο, από την ανάποδη. Λες και ούτε τώρα, την ώρα όπου τα φορτώνουμε για την γκαλερί, θέλει να μας τα δείξει. Ενα - ένα γυρίζουν προς το μέρος μας. Κανένας μας δεν λέει λέξη. Είναι ακόμη μεσημέρι και το ατελιέ είναι πλημμυρισμένο από ένα ζεστό φως. Το ίδιο φως που βγαίνει και από τα έργα που τώρα είναι απλωμένα μπροστά μας. Ολοι είμαστε συγκινημένοι, όλοι θέλουμε κάτι να πούμε και δεν ξέρουμε αν εκείνος θέλει να το ακούσει. Είναι μια ώρα φορτωμένη συγκίνηση.
Οση ώρα φορτώνανε τα έργα για τον γυρισμό, του ζητήσαμε να μας πει δυο λόγια για την έκθεση αυτή. Δεν του αρέσει η ερώτηση και κάπως εκνευρισμένα απαντάει:
«Είναι η συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς, όπως κάποιος που κρατάει ημερολόγιο. Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί μου λένε πως έχω αλλάξει. Εγώ νομίζω πως τη δουλειά μου μπορείς να τη διαβάσεις όπως ένα βιβλίο».
Ένα βιβλίο με πολλές ιστορίες και μάλιστα με μεγάλους έρωτες και αυτό το διαβάζει κανείς μέσα στα έργα: «Ζευγάρι» - «Αναπόληση» - «Ανοιξη» - «Το κορίτσι που ζωγραφίζει» - «Το κορίτσι που γδύνεται» - «Συνάντηση» - «Αυγή» - «Πανσέληνος», έργα που αποπνέουν ερωτισμό.
Εχουμε φθάσει πια στον Πειραιά. Τελειώνοντας του λέω:
Πολλοί διερωτώνται κάθε φορά πού θα πάει η ζωγραφική σου με τη συνεχή αφαίρεση.
«Αλήθεια; Εγώ αντίθετα πιστεύω πως ακόμη είμαι... πολύ φλύαρος!».
Σφράγισε με το έργο του πολλές δεκαετίες. Και εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρωτοπορία της ελληνικής εικαστικής σκηνής. Ο Γιάννης Μόραλης απέχει συνειδητά από εμφανίσεις στα ΜΜΕ, δεν μιλά, δεν δίνει συνεντεύξεις· ζωγραφίζει, όμως, εκφράζει όλα όσα θέλει να πει μέσα από το έργο του.
Συνέντευξη Γιάννη Μόραλη στο Βήμα (1997)
Το πλοίο έχει φθάσει στο λιμάνι. Μας περιμένει το φορτηγό του Μπεργελέ που έφθασε νωρίτερα με το φέρι μπόουτ.
Ο Μόραλης είναι ο άνθρωπος της συνήθειας και των προκαθορισμένων χρόνων. Ή μάλλον του τελετουργικού τυπικού. Η έκθεσή του δεν αρχίζει την ημέρα των εγκαινίων αλλά την ημέρα όπου τα έργα φεύγουν από το ατελιέ του. Είναι η ημέρα όπου τα αποχωρίζεται εκείνος και τα παραδίδει στο κοινό.
Πηγαίνουμε όλοι προς το σπίτι, ο κήπος είναι γεμάτος δέντρα, ροδιές, ελιές, λεμονιές, μια μεγάλη συκιά, δενδρολίβανα, φιστικιές. Από τα παράθυρα φαίνεται η θάλασσα και το φως μπαίνει από παντού.
Το ατελιέ είναι πεντακάθαρο, όλα τακτοποιημένα, πουθενά μπογιές, πουθενά η παραμικρή ακαταστασία, τα τελάρα, τα πινέλα, τα χαρτιά, τα χρώματα, όλα σχολαστικά στη θέση τους.
Ερχεται κάποιος και σ' τα φροντίζει;
Μου απαντάει σχεδόν αναστατωμένος:
«Τρελάθηκες; Κανείς δεν μπαίνει στο εργαστήριο. Τα κάνω όλα μόνος μου. Αν δεν είναι έτσι τακτοποιημένα, δεν μπορώ να δουλέψω. Μ' αρέσει να γυρίζω και να τα βρίσκω ακριβώς όπως τα άφησα».
Τα έργα είναι όλα γυρισμένα στον τοίχο, από την ανάποδη. Λες και ούτε τώρα, την ώρα όπου τα φορτώνουμε για την γκαλερί, θέλει να μας τα δείξει. Ενα - ένα γυρίζουν προς το μέρος μας. Κανένας μας δεν λέει λέξη. Είναι ακόμη μεσημέρι και το ατελιέ είναι πλημμυρισμένο από ένα ζεστό φως. Το ίδιο φως που βγαίνει και από τα έργα που τώρα είναι απλωμένα μπροστά μας. Ολοι είμαστε συγκινημένοι, όλοι θέλουμε κάτι να πούμε και δεν ξέρουμε αν εκείνος θέλει να το ακούσει. Είναι μια ώρα φορτωμένη συγκίνηση.
Οση ώρα φορτώνανε τα έργα για τον γυρισμό, του ζητήσαμε να μας πει δυο λόγια για την έκθεση αυτή. Δεν του αρέσει η ερώτηση και κάπως εκνευρισμένα απαντάει:
«Είναι η συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς, όπως κάποιος που κρατάει ημερολόγιο. Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί μου λένε πως έχω αλλάξει. Εγώ νομίζω πως τη δουλειά μου μπορείς να τη διαβάσεις όπως ένα βιβλίο».
Ένα βιβλίο με πολλές ιστορίες και μάλιστα με μεγάλους έρωτες και αυτό το διαβάζει κανείς μέσα στα έργα: «Ζευγάρι» - «Αναπόληση» - «Ανοιξη» - «Το κορίτσι που ζωγραφίζει» - «Το κορίτσι που γδύνεται» - «Συνάντηση» - «Αυγή» - «Πανσέληνος», έργα που αποπνέουν ερωτισμό.
Εχουμε φθάσει πια στον Πειραιά. Τελειώνοντας του λέω:
Πολλοί διερωτώνται κάθε φορά πού θα πάει η ζωγραφική σου με τη συνεχή αφαίρεση.
«Αλήθεια; Εγώ αντίθετα πιστεύω πως ακόμη είμαι... πολύ φλύαρος!».
Σφράγισε με το έργο του πολλές δεκαετίες. Και εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρωτοπορία της ελληνικής εικαστικής σκηνής. Ο Γιάννης Μόραλης απέχει συνειδητά από εμφανίσεις στα ΜΜΕ, δεν μιλά, δεν δίνει συνεντεύξεις· ζωγραφίζει, όμως, εκφράζει όλα όσα θέλει να πει μέσα από το έργο του.
Συνέντευξη Γιάννη Μόραλη στο Βήμα (1997)
«Δεν με ενδιαφέρει το εμπόριο»
Δεν μου αρέσει να πουλάω τα έργα μου. Ούτε τώρα ούτε παλιότερα. Ξεκίνησα να το κάνω μόνον από ανάγκη». Η σχέση του Γιάννη Μόραλη με την εμπορική πλευρά της τέχνης του υπαγορεύεται από αυτήν ακριβώς την άποψη. Ο ίδιος αρνείται κάθε συζήτηση περί τιμών των έργων του, όπως αρνείται να μπει στο παιχνίδι τού ποιος πουλάει πόσο. Ο ζωγράφος, νούμερο ένα στη λίστα του «Βήματος», σεβόμενος και υποστηρίζοντας απόλυτα τον θεσμό των γκαλερί αφήνει σε αυτές να καθορίζουν τις τιμές των έργων του. Και όταν του φαίνονται «πολύ ακριβές» προσπαθεί να τις κατεβάσει...
Ετσι ακριβώς έκανε και το 1956 όταν πρωτοπούλησε έργα του. «Είχα οικονομική ανάγκη», θυμάται, «όταν η φίλη Νίκη Καραγάτση με έπεισε ότι η μόνη λύση ήταν να πουλήσω έργα μου. Ηταν εκείνη που μου έφερε μια γνωστή της, με μεγάλη περιουσία, για να αγοράσει πίνακες. Οταν η κυρία μου ζήτησε να της πω πόσο κάνουν τα έργα μου, εγώ πολύ ντροπαλά είπα ένα ποσό. Και τότε η Καραγάτση με νοήματα μου έγνεφε να αυξήσω το ποσό. Την άκουσα και πράγματι τα πούλησα πολύ υψηλότερα από ό,τι περίμενα». Και σήμερα πάντως εξακολουθεί να μη νιώθει καλά με τις τιμές. Ενδεικτικό είναι άλλωστε το γεγονός ότι πρόσφατα χάρισε στην Εθνική Πινακοθήκη 28 έργα και 80 σχέδιά του. «Εκεί είναι η θέση τους» λέει, απαντώντας έτσι στους φίλους του που απογοητεύθηκαν όταν έμαθαν ότι αντί να τους πουλήσει τούς χάρισε. «Ακόμη και στην αποθήκη της Πινακοθήκης είναι καλύτερα» προσθέτει.
«Σε όλη του την πορεία υπήρξε ένας πρίγκιπας» λέει για τον Γιάννη Μόραλη η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα. «Με υψηλό ήθος, και στη ζωή του και στη συμπεριφορά του και στην τέχνη του, νομίζω ότι αποτελεί μια μοναδική περίπτωση. Δεν παρασύρθηκε ποτέ από συρμούς. Η ίδια η φύση του τον οδηγούσε πάντα και η φύση του αυτή ήταν και είναι κλασική. Ακόμη και στις αφηρημένες του συνθέσεις ο Μόραλης παραμένει κλασικός, έτσι όπως ορίζεται το κλασικό από την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης». Και τονίζει: «Ο Μόραλης χάραξε μια πορεία ανεξάρτητα από την επιρροή της αγοράς και το γούστο της πελατείας του».
Σε μιαν εποχή όπου τα πορτρέτα του Γιάννη Μόραλη χρυσοπληρώνονταν, ο ίδιος με το χιούμορ που τον διακρίνει τύπωσε κάρτες με ιδιόχειρα γραμμένη τη φράση «Δεν φιλοτεχνώ πλέον προσωπογραφίες», προς απογοήτευση της πελατείας του. «Αυτό το έκανα κυρίως», εξηγεί, «γιατί από ένα σημείο τα πορτρέτα που ήθελα να κάνω δεν ήταν αυτά που περίμενε ο κόσμος. Ηταν πιο αφαιρετικά. Προτίμησα λοιπόν να σταματήσω». Πέραν των προσωπογραφιών ο Μόραλης αρνιόταν πάντα τις «παραγγελίες», επιλέγοντας τον απόλυτα προσωπικό δρόμο έκφρασης. Και αυτός ο δρόμος βρήκε την ανταπόκριση από το κοινό. Δεν ήρθε εκείνος στα γούστα του· έφερε το κοινό στα δικά του.
«Πολύ φοβάμαι πως το όνομα του Γιάννη Μοραλη στους "εμπορικούς" είναι και άσχετο και άτονο» λέει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη, ιδιοκτήτρια των ομώνυμων γκαλερί, όπου και εκθέτει ο ζωγράφος. «Υπάρχει νομίζω μια σύγχυση στην έννοια "εμπορικό" και "ακριβό". Το "εμπορικό" μπορεί να είναι "ακριβό", το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με το "ακριβό" με την έννοια του ανεκτίμητου. Και είναι σίγουρο πως το έργο του Μόραλη ανήκει σε αυτήν την τελευταία κατηγορία». Σύμφωνα με την Π. Ζουμπουλάκη αλλά και με όλους όσοι γνωρίζουν τον καλλιτέχνη, ο Μόραλης δεν έχει πελατειακή σχέση με το έργο του. «Την ώρα που ζωγραφίζει δεν του περνάει καν από το μυαλό ο "μελλοντικός αγοραστής"». Η ίδια σημειώνει ότι ουδέποτε ο Μόραλης συμμετέχει στη σύνταξη του καταλόγου των τιμών των έργων του πριν από κάθε έκθεση. «Δεν με ενδιαφέρει», είναι η δική του απάντηση.
«Είναι χαρακτηριστικό» λέει ο καθηγητής Αγγελος Δεληβορριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, «ότι ο Μόραλης όπως ελάχιστοι ακόμη καλλιτέχνες δεν έχουν την οικονομική έγνοια. Και όλοι τους ανήκουν στην ίδια γενιά. Είναι "άλλη φυλή"». Και αυτό το «άλλη φυλή» παραπέμπει σε μιαν από αυτές τις ιστορίες που έχουν μείνει πια σαν ανέκδοτα, τις οποίες και διηγείται ο Μόραλης για δύο τυχαίους επισκέπτες μιας έκθεσης του Εγγονόπουλου, οι οποίοι μην μπορώντας να αντιληφθούν τις μορφές του Εγγονόπουλου είπαν ο ένας στον άλλον: «Είναι άλλη φυλή».
«Όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενα» επανέρχεται η Π. Ζουμπουλάκη, «σε μιαν εποχή όπου πολλά "ταλέντα" βγαίνουν στην αγορά σαν καταναλωτικά προϊόντα, εκείνος, απόμακρος - άσχετος με όσα συμβαίνουν στους κοσμικούς κύκλους, στα ατελιέ και στο παραεμπόριο, ζει στον δικό του κόσμο. Το εργαστήριό του είναι απρόσιτο στους τρίτους και η εμπορικότητα δεν συμπεριλαμβάνεται στους προβληματισμούς του».
Μετά την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πηγαίνει στη Ρώμη και στη συνέχεια στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο πόλεμος τον αναγκάζει να επιστρέψει. Έκτοτε δεν ξανάφυγε για το εξωτερικό, πέραν της συμμετοχής του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1958, μαζί με τον Τσαρούχη και τον Σώχο. Η αποδοχή και η καθιέρωσή του δεν άργησαν να έρθουν. Η Ευρώπη δεν λειτούργησε ποτέ ως δέλεαρ. «Ο Μόραλης», λέει για το θέμα η διευθύντρια της Πινακοθήκης, «διαισθανόταν τη ματαιότητα της προσπάθειας να βγει προς τα έξω γιατί είναι σοφός. Και ένας αληθινά σοφός καλλιτέχνης θέλει να ξέρει σε ποιον απευθύνεται. Η πραγματικά μεγάλη τέχνη ριζώνει κάπου. Για να γίνεις διεθνής πρέπει πρώτα να είσαι εθνικός. Γι' αυτό και τον ικανοποιούσε η αποδοχή που είχε μέσα στο ελληνικό πλαίσιο».
Καλλιτέχνης που αγαπάει την τάξη και την αφανή γεωμετρία ο Μόραλης είναι ανθρωποκεντρικός σε όλη την πορεία του έργου του· τα τοπία κατέχουν μια ελάχιστη θέση στην εργογραφία του. Ερωτικός ζωγράφος, με κάθε έργο του επιχειρεί έναν διάλογο ανάμεσα στα δύο φύλα. «Οσο και αν αυτό δεν είναι ευδιάκριτο εκ πρώτης όψεως, το έργο του Μόραλη», λέει ο Α. Δεληβορριάς, «καταγράφει την ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου και μάλιστα με μιαν ιδιαίτερη αισθαντικότητα αλλά και οξύνοια. Ο Μόραλης και αισθάνεται και σκέφτεται πολύ». Για την Μ. Λαμπράκη - Πλάκα το έργο του «χαρακτηρίζεται από μια σοβαρότητα· είναι υπερχρονικό και οι συνθέσεις του έχουν μια στοχαστικότητα και μιαν υπόγεια μελαγχολία. Οι μορφές του χαίρονται τη ζωή αλλά βλέπουν και μακριά».
Το 1963 ο Μόραλης έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα του ξενοδοχείου Χίλτον. Είχε προηγηθεί η γραμμική του σύνθεσή στη ΒΔ και στη ΝΑ πλευρά του αθηναϊκού ξενοδοχείου. Από το 1972 εκθέτει στην γκαλερί Ζουμπουλάκη ενώ έχει πραγματοποιήσει αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (το 1988) καθώς και έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών (1996). Παράλληλα ασχολήθηκε με τη χαρακτική και την εικονογράφηση βιβλίων (του Ελύτη, του Σεφέρη), έκανε τοιχογραφίες και σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια για το ελληνικό θέατρο (Εθνικό, Τέχνης, και για το Χοροθέατρο της Ραλλούς Μάνου). Μέσα στα χρόνια που πέρασαν ο καλλιτέχνης εγκατέλειψε την παραστατική ζωγραφική και προχώρησε σε μια αφαιρετική - γεωμετρική εικαστική δημιουργία, που εξακολουθεί να τον βασανίζει. «Ενα έργο μου» λέει ο ίδιος «πρέπει πρώτα να ικανοποιεί τα δικά μου μάτια. Πολλές φορές βασανίζομαι με έναν πίνακα. Ψάχνω αυτό που μου λείπει και δεν το βρίσκω. Και ξαφνικά, ακόμη και ύστερα από καιρό συνειδητοποιώ ότι έλειπε μία και μόνη γραμμή· τη βάζω και τότε ησυχάζω».
Γενναιόδωρη, χορταστική, χυμώδης, με φρεσκάδα που ευφραίνει τις αγωνίες της ψυχής και με ευαισθησία που κινητοποιεί τους μηχανισμούς της συναισθηματικής αφύπνισης. Ετσι χαρακτηρίζει ο Αγγελος Δεληβορριάς τη ζωγραφική του Μόραλη για την οποία τονίζει ότι «δεν χρειάζεται τις ευλογίες της κριτικής» ενώ αναφέρεται και στην «ελληνικότητα των μεταμορφώσεων της ζωγραφικής του».
Και αν κάποιος προσπαθήσει να ξεχωρίσει το πριν από το τώρα στο έργο του σε τι συμπέρασμα θα κατέληγε; «Κάθε καλλιτέχνης δεν κρίνεται με έργα αλλά με τη συνολική του παρουσία» απαντά η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα. «Και η παρουσία του Μόραλη έχει μια μοναδική συνέπεια. Κάθε έργο του συμπληρώνει την πορεία του. Για μένα όλα του τα έργα είναι ισάξια. Ο Μόραλης έχει μια συνέπεια προς το μορφικό του πεπρωμένο. Για μένα είναι ένας ζωγράφος που έχει παραμείνει αταλάντευτα προσηλωμένος στο προσωπικό του όραμα για την τέχνη. Και πρέπει να πω ότι κάθε φορά που ξένοι βλέπουν έργα του μένουν άναυδοι».
Για τον ίδιο δεν τίθεται διόλου το ερώτημα. Η πορεία του είναι αυτή που καταγράφεται από τα έργα του, γιατί έτσι του υπαγόρευσε η ψυχή και το ταλέντο του. Αλλωστε ανήκει σε εκείνους που υποστηρίζουν ότι «δεν μπαίνουν σάλτσες στην τέχνη». Και όσο ανοιχτός είναι στη κουβέντα και στην καλή παρέα τόσο κλειστός παραμένει στις συνεντεύξεις (τις οποίες αρνείται να δώσει) και στις φλυαρίες. Ενώ κλειστή παραμένει και η πόρτα που οδηγεί στο εργαστήριό του στην Αίγινα. Εκεί ελάχιστοι έχουν το δικαίωμα εισόδου.
Τον περασμένο Μάρτιο ο Γιάννης Μόραλης εξέθεσε την τελευταία του δουλειά στην γκαλερί Ζουμπουλάκη της πλατείας Κολωνακίου. Ολα τα έργα του πουλήθηκαν, τα περισσότερα μεγάλων διαστάσεων. Οι τιμές τους κυμάνθηκαν από τέσσερα ως οκτώ εκατομμύρια δραχμές. «Ετσι πουλιούνται σε κάθε έκθεση» λέει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Είναι δε ο μόνος καλλιτέχνης», επισημαίνει, «στον οποίον η γκαλερί προτείνει τιμές και εκείνος προσπαθεί να τις... προσγειώσει». Το αγοραστικό του κοινό αποτελείται κυρίως από συλλέκτες, ιδιώτες ή μεγάλες δημόσιες συλλογές. Οι θαυμαστές του όμως είναι κάθε ηλικίας. Οχι ιδιαίτερα παραγωγικός ο Γιάννης Μόραλης δεν ανήκει στους ζωγράφους έργα των οποίων συναντά κανείς συχνά σε δημοπρασίες. Και αν όλα τα τελευταία του έργα αγοράζονται, πολλοί είναι εκείνοι που αναζητούν έναν πίνακα της πρώτης παραστατικής του περιόδου. Σπανίως όμως βγαίνουν στην αγορά παλιά του έργα, των οποίων οι τιμές θεωρούνται υψηλότερες από αυτές των πρόσφατων δημιουργιών του, έστω και αν οι διαστάσεις τους είναι μικρότερες.
Τα τελευταία καλοκαίρια ο γιατρός, εκτός από ορισμένες μικρές απολαύσεις όπως το απογευματινό ουίσκι, του είχε απαγορεύσει να ζωγραφίζει, γεγονός που τον πίκραινε πολύ. Προσπαθώντας να ξεπεράσει τη στενοχώρια του για την αποχή από τον καμβά, κάθε φορά που πήγαινε για εξετάσεις στον παθολόγο του, έλεγε γελώντας: «Πάω στον Αλμούνια μου. Ποιος ξέρει τι περιορισμούς θα μου βάλει τώρα...». Πέθανε την Κυριακή στο σπίτι του σε ηλικία 93 ετών και η Μαργαρίτα Πουρνάρα διαλέγει να τον αποχαιρετήσει με τον αγαπημένο του στίχο του Σεφέρη:
"Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης".
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Γ. Μόραλης, Άγγελοι, μουσική, ποίηση, εκδ. Μουσείου Μπενάκη (κατάλογος έκθεσης), Αθήνα 2001. ISBN 9608452872.
Γ. Μπόλης, Γιάννης Μόραλης, εκδ. Αδάμ Κώστας, Αθήνα 2005. ISBN 960884097X.
Γ. Μόραλης, Άγγελοι, μουσική, ποίηση, εκδ. Μουσείου Μπενάκη (κατάλογος έκθεσης), Αθήνα 2001. ISBN 9608452872.
Γ. Μπόλης, Γιάννης Μόραλης, εκδ. Αδάμ Κώστας, Αθήνα 2005. ISBN 960884097X.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου